μεταλλογενετικός

μεταλλογενετικός
-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ή υποβοηθεί τη γένεση τών μετάλλων
2. φρ. «μεταλλογενετική επαρχία»
γεωλ. γεωγραφική περιοχή στην οποία απαντά σε αφθονία και κυριαρχεί ένα είδος ή μια ομάδα μεταλλοφόρων κοιτασμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”